Κάθε κτίσμα – ιδίως τα δημόσια – λειτουργεί και παιδευτικά.
Σιωπηλός ταξιδευτής στον χρόνο φέρει στο μέτωπο την ουσία του δημιουργού του.
Τα σκολιαρόπαιδα του ΄70 είχαμε σιωπηλό μα τόσο εύγλωττο δάσκαλο το Ξενία της πόλης μας.
Έργο ενός θρύλου της αρχιτεκτονικής – και όχι μόνον στην χώρα μας – του Άρη Κωνσταντινίδη.
Δειλή τότε πολίχνη η Ηγουμενίτσα, ήταν φτωχότερη οικιστικά από την φύση – που έτσι πρέπει.
Αυτό δε ήταν και το πρώτιστο μέλημα του Κωνσταντινίδη. Το κτίσμα να μην επισκιάζει την φύση, αλλά να εναρμονίζεται, καλύτερα να χωνεύεται εντός της – έστω με ευφάνταστο τρόπο.
Φαντάζομαι τον αρχιτέκτονα στην πρώτη επαφή του με την πολίχνη μαγεμένον.
Πώς να επιστρέψει αυτό το δώρο; H Ηγουμενίτσα τότε ήταν – και είναι – χάρμα ιδέσθαι.
Μικρός κόλπος – σχεδόν λιμνούλα – φιλικά βουνά, ακρογιάλια με συνεχείς ορμίσκους. Ούτε ορεινή, ούτε θαλασσινή – ανάμεσα.
Ο κόλπος της σχεδόν ακύμαντος ακόμα και τον χειμώνα, λόγω του αναχώματος της Κέρκυρας, ήπιοι σχεδόν γλυκείς οι χειμώνες της απ΄το ανάχωμα της Πίνδου.
Πόλις δε και φύση ήταν απολύτως στην ανθρώπινη κλίμακα.
Προσιτή, περιπατούμενη, κεντρομόλος – λίγο να άνοιγες το βήμα σου πήγαινες παντού.
Ο Κωνσταντινίδης αντιδώρησεσ΄αυτήν την φυσική ζωγραφιά το Ξενία. Και είδαμε στο δυτικό άκρο της, αυτά τα υπέροχα ισόγεια και μονόροφα κτίσματα. Δοχεία ζωής όπως τα ονόμαζε ο ίδιος ο αρχιτέκτων.
Σε μοντέρνα γραμμή, με ζεστά χρώματα, κόκκινο, μπλε, κίτρινο.
Εξ ολοκλήρου από εμφανέςεπιχρωματισμένο μπετόν, υλικό που αγαπούσε πολύ ο αρχιτέκτων.
Τσιμέντο που ευτυχώς διέθετε εν αφθονία η χώρα μας και που τόσο την στήριξε στην ανάγκη της.
Αίφνης είδαμε το σπίτι που θα θέλαμε να ζούμε.
Ανάλαφρα κτίσματα, δεν βάραινε καθόλου η υλική υπόστασή τους. Αντιθέτως ήταν σχεδόν ενάερα. Διαπότιζαν δε τον αντικρυστή τους, ήπια σχεδόν ανεπαίσθητα, με διαυγή ομορφιά.
Τα οικήματα τα περιτριγύριζαν ροζασπροκόκκινες πικροδάφνες. Μοσχομυριστές οι κόκκινες, οι ροζ λιγότερο, οι άσπρες άνοσμες. Ίσως είναι το φυτό που εκλύει τις πιο μύχιες καλοκαιρινές νοσταλγίες.
Ανιχνεύω στους συμμαθητές μου και σήμερα την ευεργετική αισθητική που αποκόμισαν απ΄την επαφή τους με την πόλη, την φύση και το Ξενία στα πρώτα τους χρόνια.
Για κάμποσα καλοκαίρια το Ξενία ήταν γεμάτο τουρίστες. Και όμως η πόλις δεν ήταν πάντα τράνζιτο.
Τους τουρίστες τους έφερναν τα δυό μεγάλα πλοία της γραμμής, το Αππία και το Εγνατία, που τι παράξενη σύμπτωση, τα χρώματά τους ήταν σαν του Ξενία.
Εύκολα έκανες την αντιμετάθεση. Το Ξενία καραβάκια που μόλις τα έφερε το κύμα και τα δυό πλοία, πανέμορφα, ταξιδεύοντα οικήματα. Τα πλοία μέσω του θαλάσσιου δυτικού ανοίγματος μας έκαναν νοερά πολίτες του κόσμου.
Το δε Ξενία τόνωνε την αυτοπεποίθησή μας, προέβαλλε ένα ενδιαφέρον και ευφάνταστο μέλλον.
Πάντα αναρωτιόμουν τι εντύπωση άραγε να κάνει η πόλη μας στον θαλάσσιο ταξιδιώτη που την πρωτοβλέπει.
Μετά από χρόνια στην Αθήνα μια Γερμανίδα μου είπε πως την κοιτούσε συγκεντρωμένη, μαγεμένη και τι λέτε αιχμαλώτισε το βλέμμα της ;
Το 2ο Δημοτικό σχολείο στο λιμάνι και τα παιδιά που έπαιζαν στον αυλόγυρό του. Εικόνα που έγινε μόνιμη ανάμνησή της.
Αυτό το σχολείο επίσης είναι πολύ απλό αρχιτεκτονικά, χωρίς καμμιά φιοριτούρα, στα χρώματα του Ξενία. Σκέφτομαι πως αν οι κάτοικοι είχαν ακολουθήσει την χρωματική παλέτα του Κωνσταντινίδη, η πόλη σήμερα θα ήταν μια πανδαισία χρωμάτων.
Η πολίχνη έγινε πια πόλις με πυκνό αστικό ιστό και ετερόκλητα μεγάλα κτίρια στην προκυμαία που αίρουν την φυσική της θεατρικότητα.
Αλλά ποιος μπορεί να πάει κόντρα στην ανάγκη του εκάστοτε καιρού, στην ροΐ της ζωής ;
Που τα άναρχα γεννήματά της, εξάλλου, έχουν την δική τους ατακτοποίητη ομορφιά;
Αλλά όμως και η ελευθερία επιλογής συναρτάται απόλυτα με την γνώση. Τότε γεννάει ανθούς.
Το Ξενία πριν λίγα χρόνια, ευτυχώς κηρύχθηκε από το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο διατηρητέο μνημείο.
Κατά την γνώμη μου κακώς κάκιστα κτίστηκε στον περίβολό του το σχολικό συγκρότημα. Συγκρότημα που αμαυρώνει το όλον. Όταν περνάς σου σφίγγεται η καρδιά.
Μα δεν διέθετε η πόλις αλλού δημόσια γη ;
Καμμιά φορά το γκρέμισμα είναι ωφελιμότερο απ΄το χτίσιμο
Τι ωραία που θα ήταν, σκέφτομαι, να κατεδαφίζαμε αυτά τα άχρωμα, παρείσακτα κτίσματα.Να ξαναβάφαμε κατόπι ακριβώς τα χρώματα που ακόμα υπάρχουν στο Ξενία.
Και να μην δοθεί για καμμιά χρήση. Η άχρηστη χρήση για να κάνω ένα παίγνιο λόγου είναι πολλές φορές πιο δραστική και ωφέλιμη.
Να ενωθεί φυσικά ο χώρος με την γειτνιάζουσα πλατιά προκυμαία που τόσο κόσμο μαζεύει.
Να αποτελεί την απόληξη του περιπάτου, να γίνει αυτό το στολίδι, ανοιχτό σχολείο της ομορφιάς.
Αν δε φανερωθεί έστω μέχρι τον παραλιακό δρόμο το ποταμάκι πλάι στο τένις που εκβάλλει στην θάλασσα, ακόμα καλύτερα.
Το ποταμάκι της παιδικότητάς μας με τους γυρίνους και τις καλαμιές, που ρυάκιζε – κι ακόμα ρέει – και το καλοκαίρι.
Και τέλος αν ενωθεί το μουσείο και το Ξενία με μια πεζογέφυρα θα δημιουργηθεί ένα εξαίσιο τρίγωνο, σχόλης και μαθήσεως.
Ιδού πεδίο λαμπρό για τον Δήμο αλλά και για τον οργανισμό λιμένος που επιδεικνύει θετική δραστηριότητα.
Πολλούς μήνες τώρα κάτοικος της πόλης λόγω της επιδημίας παίρνω καθημερινώς τους εξοχικούς δρόμους.
Η φύση θάλλει και τον χειμώνα λόγω της υψηλής βροχοπτώσεως.
Συχνά βλέπεις λουλουδάκια στα αχνά χρώματα του χειμώνα βέβαια, αλλά και χρωματιστούς θύλακες εδώ κι εκεί. Πάντως πρασινάδα – σχεδόν ανοιξιάτικη – απλώνεται παντού.
Βρέθηκα στον χωμάτινο δρόμο προς την Νέα Σελεύκεια, ίσως απ΄τα πιο ωραία εξοχικά μέρη.
Σ΄ένα μάλλον μονόχωρο σπίτι είδα να παίζουν τρία- τέσσερα τσιγγανάκια με τρομερή ορμή και χαρά.
Μόλις με είδαν έβαλαν τα γέλια και με κοιτούσαν με καθαρότητα αλλά και με κάποια αυθάδεια.
Πάντως τα γέλια τους ήταν καλότροπα.
Συνέχισα το βάδην αλλά αδημονούσα να γυρίσω, να ξαναδώ την σκηνή. Στον γυρισμό χάζευα ολόκαρδα. Εν κινήσει βέβαια, χωρίς να κοντοσταθώ.
Τα παράθυρα ήταν μόνον τζάμια, κάπου υπήρχε και μια παμπάλαιηγκρί γρίλια.
Έβγαινε από ένα παράθυρο η σωλήνα μιας σόμπας.
Άβαφο σχεδόν το σπίτι υποψιαζόσουν πως κάποτε ήταν γκρίσιέλ, όπως ήταν κάποτε η πανέμορφη Νομαρχία, πριν τηνατυχέστατη ανακαίνιση που της αφαίρεσε τον χαρακτήρα.
Έξω η νοικοκυρά είχε σ΄ένα τραπεζάκι τα πιάτα και τα κουζινικά της.
Μύριζε ολούθε ο τόπος κάπνα, υγρασία και πρασινάδα.
Τώρα τι είδους συνειρμούς έκανα συνέδεσα αυτό το ταπεινό σπίτι με το Ξενία.
Κέλυφος αμέριμνης, μέρα την μέρα, ζωής, χωρίς ψυχικό βάρος, χωρίς υπεροπτικότητα.
Πώς μας ανακούφιζε η παρέα μ΄ένα αλητάκι, ένα χαμίνι ; Mε παρόμοιο τρόπο.
Είμαι σίγουρος πως ο Κωνσταντινίδης αυτός ο λαϊκός εστέτ δεν θα έκανε την παραμικρή αλλαγή σ΄αυτότο σπίτι. Ίσως ούτε καν θα το έβαφε.
Απομακρυνόμενος πήρε το μάτι μου ένα απ΄τα κοριτσάκια να σκουπίζει με μια σφουγγαρίστρα την λερή, μα όχι βρώμικη, τσιμεντένια αυλή.
INFO
(Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι πεζογράφος και τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη)
sdimitriou17@gmail.com