Η ΠΣΕ με θλίψη πληροφορήθηκε το θάνατο της Σταυρούλας Δημητρίου, Ηπειρώτισσα, δικαστικός και συγγραφέας.
Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας.
Υπηρέτησε στο Δικαστικό Σώμα. Έχει εκδώσει ακόμη δύο ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και διηγήματα. «Η ψυχή του καθρέφτη», «Η χώρα του κασσίτερου», «Τα ιοβόλα βέλη και η χειμερινή αθωότητα», «Η επιστροφή της κίχλης», «Στον λήγοντα των αστέρων». Κείμενα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στον Τύπο. Έχει διδάξει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Τον Οκτώβριο του 2018 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Αλγέρι σε Διεθνή Συνάντηση Ευρωπαίων και Βορειοαφρικανών Συγγραφέων, που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά (Michel Volcovitch), στα Ισπανικά (Natalia Moreleon) και στα Αλβανικά (Dash Malo).
Από το Γραφείο Τύπου της ΠΣΕ
Στο τελευταίο υπό έκδοση φύλλο (αριθμ.11) της εφημερίδας «Πανηπειρωτική» δημοσιεύεται κείμενο για το έργο της «Η επιστροφή της κίχλης»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΙΧΛΗΣ
Σταυρούλα Δημητρίου , εκδ. Λιβάνη, 2017)
«Μικρές ιστορίες σε ενότητες, κάποιες αποτελούν εικόνες στερεής πραγματικότητας, κάποιες άλλες λογοτεχνικά “παράδοξα” μιας εικονικής πραγματικότητας.
Αφήνεται στη διάθεση του αναγνώστη να μετακινήσει τις διαχωριστικές (όχι κακή ιδέα, όταν μάλιστα έχει κουραστεί από τις συμβατότητες).
Κάποιες από αυτές ιδωμένες και “υπό άλλην γωνίαν”, αυτή του έμμετρου λόγου.
Τα πρόσωπα, ψυχές ανεμισμένες, άλλοτε γειωμένες, κινούνται σε αντιρομαντικά τοπία, στη γη τους, στον ουρανό τους ή στην κόλασή τους, εν μέσω ελέους και οριακών βιωμάτων.
Το “παρελθόν” συμπλέκεται με το “παρόν”, όχι εριστικά, αλλά παραβολικά, για να διδάξει πως “η ζωή κάποτε ήταν κι αλλιώς”.
Η μνήμη λειτουργεί ελλειπτικά για να περισώσει το διαφυγόν πάθος και τη νοσταλγία με τις αμφιθυμίες της. Μ’ ένα πείραμα γραφής “άνευ όρων και ορίων”, με γλωσσικό κώδικα ανάλογα με τη θεματολογία. Ενίοτε η γραφή βρίσκεται σ’ επαφή με “φωνές” μιας γλώσσας από το παρελθόν ή από τις βαθιές ρίζες ενός ιδιωματικού λόγου.
Όλα, πάντως, συναιρούνται στο κείμενο για να μιλήσει το κυρίως σημαίνον, η ζωή». (Από το οπισθόφυλλο)
…
Η γραφή, αν δεν «αποπνέει» την αναπνοή του γραφιά, αν δεν ακούγεται το γκουσομανητό του, το φύσημά του, δεν είναι γραφή. Θέλω να πω πως, αν δεν ανακαλύπτεις με τα γραφόμενα το εγώ, το συναίσθημα, τη σκέψη και τη λογική του γράφοντος, τότε καταπώς θα έλεγαν και στην Ήπειρο «άπιαστα πουλιά, πέντε τον παρά». Ουδεμία σχέση με την τέχνη. Και η τέχνη απαιτεί συναίσθημα, καθώς η λογοτεχνία αποκρυσταλλώνει τα ανθρώπινα συναισθήματα και δίνει την καλλιτεχνική μορφή της αφήγησης, της περιγραφής, του διαλόγου και της διήγησης. Αν τα πετυχαίνει όλα αυτά, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι έργο τέχνης. Τότε μεταστοιχειώνει πνευματικά την πραγματικότητα. Τότε λυτρώνει και καθαίρει.
Και κάτι παραπάνω. Το δέσιμο. Το δέσιμο με την πραγματικότητα, ο αδιάσπαστος αυτός ιμάντας που δένει τον καλλιτέχνη με τη ζωή, το τότε με το τώρα, το θέλω με την πραγματικότητα. Σαράντα λέξεις φτάνουν για να σε πείσουν. «Οι νοικοκυραίοι του, προσωρινά, σάμπως έναν αιώνα τώρα, ένας ένας πετούσαν απ’ το παράθυρο. Από απελπισιά παρά από πόθο. Για το πουθενά, δίχως από πουθενά να ’χουν ποτέ γυρίσει. Μπορεί να πληγώθηκαν χτυπώντας παράθυρα ξένα. Ή μπορεί και να πέθαναν πετώντας…»
Με αριστοτεχνικό τρόπο αποτυπώνεται η πραγματικότητα που ορίζει πως ο Ηπειρώτης αφότου ρίζωσε στα «άπιαστα και απάτητα γκρεμοτόπια», «συνέζησε» με την ξενιτιά. Μακροπρόθεσμη ή εποχική, η ξενιτιά είναι σύμφυτη με την Ηπειρώτικη ψυχή. Πρόκειται για σαρανταμία ακριβώς λέξεις από το εξαιρετικό πόνημα της Σταυρούλας Δημητρίου «Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΙΧΛΗΣ» που ορίζει και προσδιορίζει πώς βίωσε και πώς βιώνει ο Ηπειρώτης την ξενιτιά.
Ποια η πραγματικότητα; «Ερ(η)μιά παιδάκι μ’. Ερ(η)μιά παντού!» Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που θα ακούσει ο επισκέπτης στα Ηπειρώτικα χωριά. Από ποιους; Από τους κατοίκους. Από όσους έμειναν εκεί. Εκεί, ακλόνητοι στον τόπο τους διαλαλώντας: «Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το αξίζει». Άνθρωποι με αδούλωτη, υπερήφανη και καθαρή ηπειρώτικη σκέψη -βιγλάτορες και σηματωροί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- «βγάζουν» κραυγή πόνου, θύμησης, αγωνίας και αγανάκτησης: «Ανάθεμά σε ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις». Όσοι απόμειναν…
Κι από κοντά τα σπίτια μ’ ανοιχτά παραθυρόφυλλα όχι από τον καιρό και την εγκατάλειψη, αλλά από την αναμονή «μήπως έρθει το παιδί να βρει αερισμένο το σπίτι». Αυτή ήταν η τελευταία πεθυμιά της μάνας. Η έκφραση μιας «αθαράπαυτης ελπίδας», όχι απελπισίας, που λαμπυρίζει στην αισιοδοξία «πού ξέρεις θα τού ‘τυχαν πολλές δουλειές και δεν τα κατάφερε να ‘ρθει», αλλά παράλληλα και ένα φεγγοβόλο παράπονο. «Τα ξένα είναι ο θάνατος».
Σπίτια που δικαιώνουν τον τίτλο: «Λίγο πριν το τέλος…»
Και η μνήμη λειτουργεί και η πένα δεν καταγράφει μόνο. Αποτυπώνει…
«Η μνήμη είναι πάντα δύναμη που αναζητάμε έξω από τον εαυτό μας. Και πάντα κάτι μουρμουρίζει… συνήθως στεγνωμένες εικόνες και λέξεις. Αυτό είναι πραμάτεια προποιητική. Και όταν κάνεις ταμείο μνήμης, θέλεις ουκ ολίγα τετράστιχα, εξάστιχα και δεκαπεντασύλλαβα ανάλογα, από είκοσι έως καμιά πενηνταριά καταιγίδες και λιμάνια και ό,τι άλλο…»
Η μνήμη «άκαυτη βάτος» που τη συνδαυλίζει αληθινά η πνευματική δημιουργία και την ατσαλώνει η ζωντάνια της ελληνικής παράδοσης, που ούτε λησμονιέται κι ούτε εξαφανίζεται από τη συνείδησή μας. Αυτή και αν είναι προσφορά!