Οι διαταραχές υπερμελάγχρωσης, που εμφανίζονται λόγω της αυξημένης ποσότητας μελανίνης ή του αυξημένου αριθμού των μελανινοκυττάρων σε διάφορες δερματικές περιοχές, καταλαμβάνουν σημαντικό ποσοστό δερματικών εκδηλώσεων της παιδικής ηλικίας, προκαλώντας δυσχρωμίες στο δέρμα. Ανάλογα με την αιτιολογία τους διακρίνονται σε συγγενείς και επίκτητες βλάβες και ανάλογα με την έκταση τους σε εντοπισμένες και γενικευμένες βλάβες.
Η μελαγχρωματική κνίδωση (δερματική μαστοκυττάρωση) αποτελεί ακόμη μία αιτία συγγενούς υπερμελάγχρωσης στην παιδική ηλικία, με χαρακτήρες τόσο εντοπισμένων όσο και γενικευμένων βλαβών. Η μελαγχρωματική κνίδωση παρουσιάζεται στο 80% των περιπτώσεων μέχρι την ηλικία των 2 ετών και εξαφανίζεται στην πλειοψηφία των παιδιών πριν την εφηβεία.
Τέλος, οι φακοειδείς κηλίδες είναι διαμέτρου 3-15 χιλ., περισσότερο σκουρόχροες από τις εφηλίδες (φακίδες) και τις καφεοειδείς κηλίδες, τείνουν να μην αλλάζουν το χρώμα τους κατά τη διάρκεια του έτους και δύνανται να παρουσιαστούν σε βλεννογόνους και ακόμα πάνω στον επιπεφυκότα των οφθαλμών.
Ο μεταφλεγμονώδης υπερχρωματισμός είναι η πιο συχνή επίκτητη αιτία υπερμελάγχρωσης στα παιδιά. Ο μεταφλεγμονώδης υπερχρωματισμός οφείλεται, είτε σε αντιδραστική αύξηση της μελανίνης, λόγω των φλεγμονωδών κυττάρων που συγκεντρώνονται τοπικά στη βλάβη, είτε στη διάσπαση του χοριοεπιδερμικού ορίου, λόγω φλεγμονής και την επακόλουθη διαφυγή μελανίνης, η οποία προσλαμβάνεται από τα μελανινομακροφάγα και παραμένει εντοπισμένη με διαδικασία παρόμοια με το σχηματισμό τατουάζ.
Αιτίες που συχνά τον προκαλούν τον μεταφλεγμονώδη υπερχρωματισμό, είναι: το έκζεμα, τα τσιμπήματα εντόμων, η ψωρίαση, η ροδόχρους πιτυρίαση, εντοπισμένες φαρμακευτικές αντιδράσεις στο δέρμα (τετρακυκλίνες, ανθελονοσιακά), η εντοπισμένη σκληροδερμία και ιλαροειδή εξανθήματα μεταλοιμώδους αιτιολογίας.
Οι διαταραχές υπομελάγχρωσης στο χρώμα του δέρματος ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης, μπορεί να είναι συγγενείς ή επίκτητες και ανάλογα με την έκταση τους ταξινομούνται σε εντοπισμένες ή γενικευμένες διαταραχές υπομελάγχρωσης.
Ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός είναι ο πιο κοινός τύπος γενικευμένης διαταραχής υπομελάγχρωσης με συμμετοχή των οφθαλμών.
Σε βρέφος με εντοπισμένη συγγενή υποχρωματική βλάβη, θα πρέπει να γίνει η διαφορική διάγνωση ανάμεσα στον αναιμικό σπίλο, τον αχρωμικό σπίλο και τις λευκές κηλίδες της οζώδους σκλήρυνσης.
Οι υποχρωμίες επίκτητης αιτιολογίας στα παιδιά περιλαμβάνουν τη λεύκη, τον μεταφλεγμονώδη υποχρωματισμό και τη λευκάζουσα πιτυρίαση.
Η λεύκη οφείλεται στην επιλεκτική καταστροφή των μελανινοκυττάρων, με αποτέλεσμα την κατά τόπους λεύκανση του δέρματος, των τριχών και των βλενογόννων. Αποτελείται από άχροες κηλίδες, συνηθέστερα με συμμετρική κατανομή στα παιδιά και ιδιαίτερη προτίμηση γύρω από το στόμα και πάνω στις οστικές προεξοχές.
Σε παιδί με εντοπισμένες επίκτητες υποχρωματικές κηλίδες, ο μεταφλεγμονώδης υποχρωματισμός θα πρέπει να τίθεται στη διαφορική διάγνωση, λόγω της προσωρινής αδρανοποίησης ή καταστροφής των μελανινοκυττάρων που συχνά παρατηρείται κατόπιν φλεγμονής ή τραυματισμού. Η ποικιλόχρους πιτυρίαση, η ανεμοβλογιά, οι χρόνιες εντοπισμένες βλάβες εκζέματος και τα δήγματα εντόμων αποτελούν συχνά αιτίες μεταφλεγμονώδους υποχρωματισμού.
Φυσικά η χρήση αυξημένης ηλιοπροστασίας στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου είναι επιβεβλημένη και θα πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της ιατρικής συμβουλευτικής σε όλες τις μορφές δυσχρωμικών βλαβών.
Τέλος, είναι αναγκαίο να προτείνεται συνεργασία με ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης σε περιπτώσεις που η έκταση των δυσχρωμικών βλαβών είναι μεγάλη και η συναισθηματική φόρτιση των πασχόντων παιδιών, ιδιαίτερα έντονη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ