Ο Παύλος γεννήθηκε στους Φιλιάτες, μέλος της πολύτεκνης οικογένειας του Ανδρέα και της Καλλιόπης Μαντέλου.
Από το Μαλούνι καταγόταν ο πατέρας, από το Πλαίσιο η μητέρα- οι δυο οικογένειες έφυγαν πριν χρόνια από τα χωριά τους και εγκαταστάθηκαν στους Φιλιάτες. Ο Παύλος πήγε στο σχολείο στους Φιλιάτες και παρά τις δυσκολίες της τότε εποχής έφτασε μέχρι την Πέμπτη Γυμνασίου. Μετά το σχολείο βοηθούσε τον πατέρα του στο κουρείο όπου έμαθε και την τέχνη. ‘Όταν τελείωσε τον στρατό έπιασε δουλειά σε ένα από τα τρία φορτηγά που υπήρχαν τότε, την ημέρα στα χωριά, Ηγουμενίτσα και Γιάννενα και το βράδυ πίσω στους Φιλιάτες. Γρήγορα κατάλαβε ότι στους Φιλιάτες χωρίς κεφάλαια δεν θα μπορούσε να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Έτσι έγραψε στον αδελφό του στην Αμερική να του στείλει πρόσκληση. Ήταν επιθυμία του πατέρα του να πάει στην Αμερική για να βοηθήσει και τις αδελφές του.
Έτσι παντρεύτηκε την Γεωργία, μια ωραία Γιαννιώτισσα κομμώτρια με την οποία είχε δεσμό και σε τέσσερις μήνες έφυγαν για την Αμερική. Έπειτα από τεράστιες δυσκολίες και χάριν στα ωραία επαγγέλματα, κουρέας και κομμώτρια, κατάφεραν να σταθούν γερά. Με σκληρή δουλειά κατάφεραν κι άνοιξαν σύγχρονο ιδιωτικό κομμωτήριο, το οποίο κράτησαν για αρκετά χρόνια αποκτώντας μια καλή οικονομική επιφάνεια. Απέκτησαν εντωμεταξύ και δύο παιδιά, την Ανδριάνα και το Θωμά, τα οποία σπούδασαν σε ελληνικά σχολεία και σε πανεπιστήμια της Αμερικής.
Αργότερα ο Παύλος εργάστηκε ως ταξιδιωτικός πράκτορας, διευθυντής στο τμήμα διανομής της εφημερίδας “ΠΡΩΙΝΗ” της Νέας Υόρκης. Επίσης άνοιξε γραφείο οικοδομικών επιχειρήσεων με συγγενή του, και τελικά συνταξιοδοτήθηκε.
Προσωπικά λίγο γνώριζα τον φίλο τον Παύλο, όταν ζούσε στο Φιλιάτι, είχαμε μια κάποια διαφορά ηλικίας. Τον έβλεπα όμως στην βόλτα, στις εκδηλώσεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες κλπ. Ομορφόπαιδο, πάντα περιποιημένος και τις Κυριακές με κουστούμι και γραβάτα αγαπητός στον κόσμο και ιδιαίτερα στα κορίτσια του καιρού. Συνήθως οι μικρότεροι θυμόμαστε τους μεγαλύτερους, ειδικά όσους έχουν κάτι να δείξουν τους είχαμε για υπόδειγμα, για ίνδαλμα- τέτοιος προφανώς ήταν κι ο Πόλ για κάποιους, Έφυγε για την Αμερική και χαθήκαμε, κάποιες φορές τον έβλεπα, όταν ερχόταν από την Νέα Υόρκη για επίσκεψη στους δικούς του, μπορεί να αλλάζαμε και ένα ¨γεια χαρά¨ αλλά δεν είχαμε αναπτύξει σχέσεις.
Μια μέρα έλαβα ένα γράμμα του, είχε 3-4 χρόνια που κυκλοφορούσε η εφημερίδα μας ¨τα ΝΕΑ της Επαρχίας Φιλιατών¨ που βγάζαμε με τον Βύρωνα τον Μέμμο. Μου έγραφε λοιπόν ο Πολ πως είχε πέσει στα χέρια του η εφημερίδα μας και συνέχιζε ότι του άρεσε πολύ και ότι ήταν απαραίτητη για τον τόπο και για τους ξενιτεμένους. Μας έδινε συγχαρητήρια και ζήτησε να του την στείλουμε. Σε λίγες μέρες ήρθε και δεύτερο γράμμα του, το ίδιο ενθουσιώδη με το πρώτο, έγραφε δε σε αυτό και μια ιστοριούλα. Το γράψιμο του ήταν απλό, μια ανάμνηση από τον καιρό που ζούσε στο Φιλιάτι. Ο πλούτος όμως του κειμένου κρυβόταν στα νοήματα, μετέδιδε αγάπη για τον κόσμο, τα ήθη, τα έθιμα, και ότι άλλο θυμόταν- στολισμένο με λίγο Φιλιατιώτικο καλαμπούρι. Αυτήν την πρώτη ιστοριούλα, αφού την ρετουσάρισα, την δημοσίευσα δοκιμαστικά στην εφημερίδα και άρεσε. Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι ¨Φιλιατιώτικες Αναμνήσεις¨ που δημοσιεύονταν χρόνια στην εφημερίδα και που τόσο άρεσαν στους αναγνώστες- κάποιες σπουδαίες έγιναν διάσημες. Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία και η φιλία μου με τον Πόλ και μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε.
Μας ένωσε η αγάπη για τον τόπο και τον κόσμο του. Του Πολ του περίσσευε η αγάπη για την οικογένεια, τους φίλους και το Φιλιάτι- στο οποίο άφησε τις αναμνήσεις και τις αγάπες του μέσα από τα δυο βιβλία και τις δεκάδες δημοσιεύσεις στην εφημερίδα ¨Νέα των Φιλιατών¨.

