Τα Θεοφάνεια τα παλιά στη Θεσπρωτία | Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος

ΓΕΝΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Τρίτη «χρονιάρα» μέρα στην δέσμη του Δωδεκαημέρου είναι τα Θεοφάνεια ή τα Φώτα, που μαζί με την ημέρα του «Αγιασμού» και του Αϊ – Γιάννη συνιστούν ένα τριήμερο γιορτής των νερών. Η παραμονή των Φώτων λέγεται και Πρωτάγιαση.
Η καθιερωμένη ονομασία της εορτής “Θεοφάνεια” είναι η φανέρωση του Ιησού σαν Θεού-Μεσσία και Λυτρωτή. Ο Υιός του Θεού δέχθηκε το βάπτισμα σαν ένα ακόμη βήμα στη διαδικασία της ταπείνωσης και της κένωσης. Δεν είναι μόνο Υιός, αλλά έρχεται και σαν δούλος του κόσμου, για να διακονήσει το έργο της σωτηρίας και του φωτισμού του ( εξ’ ου και Φώτα). Η βάπτισή του από τον  Ιωάννη τον Πρόδρομο εκφράζει συμβολικά και πραγματικά την “κάθοδό” του στον κόσμο, στην ιστορία. Δέχεται το ανθρώπινο σε όλο το τραγικό του βἀθος και πλάτος, από τη γέννησή του μέχρι το θάνατο. Για να μπορεί να σώσει το ανθρώπινο, να το μεταμορφώσει με τη θεϊκή του δύναμη, να το θεώσει.

Όπως θυμούνται, με πολλή συγκίνηση και νοσταλγία γεροντότεροι στη Θεσπρωτία, το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων, οι γυναίκες καθάριζαν το σπίτι, τις αυλές και τα σοκάκια, για να περάσει αργότερα ο παπάς.

Ο παπάς κατά το έθιμο περνούσε απ’ όλο το χωριό και αγίαζε τους κατοίκους, όλα τα κτίσματρα του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε παλαιότερα ο παπάς, όλοι του έδιναν τρόφιμα.

Με αυτά βοηθιόταν ο ιερέας και η οικογένειά του. Φυσικά ο κάθε ένας προσέφερε ότι είχε στο σπίτι του, και αυτά ήταν λάδι, σιτάρι κριθάρι, αλεύρι κουκιά φακές, ρεβίθια, πατάτες, παξιμάδια κ.λπ. Αργότερα έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο ή δεκάρικο).

Να αναλογιστούμε, όμως, πως οι παραγωγές δεν ήταν μεγάλες εκείνα τα χρόνια, και σχεδόν τίποτα δεν περίσσευε. Στον παπά όμως έδινε το χωριό, και κανείς δεν αντιδρούσε σε αυτό, ίσα – ίσα το είχαν και σε καμάρι τους!

Ήταν προς ενίσχυσή του, αφού εκείνες τις εποχές οι ιερείς δεν πληρώνονταν από το κράτος. αργότερα έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο ή δεκάρικο).

Τα παιδιά λέγανε τα κάλαντα, όπως και τις προηγούμενες γιορτές. Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά και μόλις άνοιγε, έμπαιναν στο σπίτι χωρίς άδεια ρωτώντας: «Να τα πούμε;» και χωρίς να περιμένουν την απάντηση, άρχιζαν το τραγούδι.

Τα κάλαντα μερικές φορές συνδέονταν με την τοπικότητα των περιοχών και έτσι άλλα έλεγαν στην Ήπειρο, άλλα στη Μακεδονία, άλλα στη Θεσσαλία.

Ωστόσο υπήρχε ένας κοινός τύπος καλάντων, που απαντούν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και δεν είναι προσαρμοσμένα σε τοπική μορφή.

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Κάλημερα, κάλησπερα.
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλησπέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

Η αμοιβή των παιδιών ήταν μερικές δραχμές ή αυγά, ό,τι είχε η νοικοκυρά. Και δυστυχώς πολλές νοικοκυρές δεν είχαν ούτε δραχμή, ούτε αυγό να δώσουν στα παιδιά και δεν τους άνοιγαν την πόρτα, μη θέλοντας ούτε κάλαντα, ούτε την ευλογία των παιδιών.

Γι’ αυτό τα παιδιά ξεκίναγαν νύχτα για να πούνε τα κάλαντα και όποια παρέα προλάβαινε πρώτη, γιατί σπάνια νοικοκυρά επέτρεπε να πει δεύτερη παρέα τα κάλαντα, γιατί δεν είχε τι να τους δώσει.

Θα έλεγε κανείς ότι έκαναν αγώνα δρόμου και συναγωνιζόταν η μια παρέα την άλλη, ποια θα προλάβει πρώτη να πει τα κάλαντα και να πάρει το φιλοδώρημα.

Την παραμονή των Φώτων, που είναι και νηστίσιμη μέρα, η νοικοκυρά ετοίμαζε τα λεγόμενα «φωτοκόλυβα». Ήταν βρασμένα από όλα τα όσπρια, κουκιά ρεβίθια φασόλια φακές κλπ.

Ένα μέρος από αυτά τα έτρωγαν και με ένα άλλο μέρος, αλάδωτα και στραγγισμένα, τάιζαν τα ζώα και έριχναν στις κότες. Αλλά και στη σκεπή του σπιτιού, λέγοντας:

Φάτε πουλιά αγριόπουλα, κι απ’ τη σπορά να λείπετε!

Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανείων οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία και σε παγούρια, γκιούμια, μπουκάλια, τσουκάλια και κανάτια, έπαιρναν το αγιασμένο νερό.

Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν, συμβολικά τρεις φορές, όλα τα μέλη της οικογένειας από το αγιασμένο νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό.

Το αγιασμένο ύδωρ, το έβλεπαν σαν φάρμακο, που εξάλειφε τα πταίσματά τους. Έτσι έδειχναν στην πράξη μετάνοια και όχι στα λόγια. Μετάνοια, που προερχόταν από την καρδιά τους και καθάριζε το ρύπο της ασέβειας.

Όπου υπήρχε θάλασσα ή ποτάμι γινόταν εκεί η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας από το νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Αυτό, όμως, το έκαναν μόνο την ημέρα της εορτής.

Την άλλη ημέρα απαγορευόταν να κάνουν το ίδιο είτε αυτοί, είτε ο ιερέας. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό. Παράδοση ήταν να κρατούν τον αγιασμό στα εικονίσματά τους (τότε είχαν εικονίσματα όλα τα σπίτια, τώρα ελάχιστα έχουν).

Μάλιστα παρατηρείται το φαινόμενο: Ο μεγάλος αγιασμός και μετά από χρόνια, αν και είναι κλεισμένος σε μπουκαλάκι, όμως δεν φθείρεται, αλλά το νερό του είναι καθαρό και υγιεινό.

Με τα Φώτα συνδέεται και η παράδοση ότι έφευγαν οι καλικάντζαροι, που είχαν βγει στη γη.

Η μυθολογική αυτή δοξασία των ειδωλολατρικών χρόνων, στην οποία ο Χριστιανισμός έδωσε πνευματική διάσταση, με τα πονηρά πνεύματα, που καταπολεμούνται δια του αγιασμού, συνδέεται και με το νεκρομαντείο της Εφύρας στην αρχαία Θεσπρωτία, όπου στην Εφύρα, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν το κέντρο του Κάτω Κόσμου.

Υπήρχε, λοιπόν, η αντίληψη, τα νεότερα χρόνια έχει εξασθενήσει, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους.

Κατά την Τουρκοκρατία, υπό το βάρος της σκλαβιάς, ενισχύθηκαν και συνεχίστηκαν οι αναφορές γι΄ αυτά τα όντα.

Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας.

Με βάση τη λαϊκή φαντασία, ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά. Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος.

Σύµφωνα µε µια παλιά δοξασία, όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος. Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στην Ήπειρο νόμιζαν ότι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά «καλικάντζαροι».

Οι καλικάντζαροι παρουσιάζονται στις γιορτές του δωδεκαηµέρου και έρχονται κάτω από τη γη, όπου κατοικούν τον υπόλοιπο καιρό. Σύµφωνα µε την παράδοση, οι καλικάντζαροι που µισούν τους ανθρώπους, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζεται η γη αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έρχεται ο αγιασµός των Θεοφανείων και έτσι εξαφανίζονται πάλι στα τάρταρα.

 

 

Μοιραστείτε και απολαύστε!

Shares